-
1 μεθιστημι
ион. μετίστημι1) реже med. (из)менять(τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.)
μ. χρώματος Arph. — менять цвет;μ. εἰς δουλείαν Plut. — попадать в рабство2) перемещатьμ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. — отправляться в другую страну;
μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. — увези меня от кровавой богини;μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. — быть сосланным в Эгину3) переносить(τέν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.)
4) выводить (из какого-л. состояния)μ. τινὰ ὕπνου Eur. — пробудить кого-л. ото сна;
μ. τινὰ νόσου Soph. — исцелить кого-л. от болезни5) переубеждать или совращать(ἱκανὸν ὄχλον NT.)
6) выходить, уходить, покидать(ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.)
μ. βίου и βίον Eur. — уходить из жизни, умирать;μετάσταθ΄, ἀπόβαθι! Soph. — уходи!;ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. — вышедший из круга7) удалять, устранять(τινά NT., med. Her., Thuc. etc.)
; pass. быть отстраняемым(τῆς οἰκονομίας NT.)
8) переходить(ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.)
χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. — страны, перешедшие на сторону лакедемонян9) (пере)меняться, поворачивать(εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.)
10) уходить, исчезать(μεθέστηκεν χόλος Eur.)
11) тж. med.-pass. переставать, прекращатьμεθίσταμαι κότου Aesch. — я уже не сержусь;
μ. φόβου Eur. — переставать бояться;μ. κακῶν Eur. — освободиться от страданий12) выходить, возникать(πολιτεία ἐξ ἦς ἥ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.)
-
2 επιτροπεια
-
3 άνοδος
η1) подъём, восхождение;άνοδος του όρους — подъём но гору;
2) подъём, развитие;η άνοδος της οικονομίας — подъём экономики;
З) подъём, дорога в гору;4) вступление (на трон, пост и т. п.); приход (к власти); 5) физ. анод -
4 μεσολαβώ
(ε) αμετ.1) посредничать, быть посредником; ходатайствовать, заступаться; 2) находиться, лежать между;μεταξύ των δυό αυτών χωριών μεσολαβει ένα ποτάμι — между двумя этими сёлами протекает река;
3) проходить, протекать (о времени);μεσολαβων χρόνος — промежуток времени, интервал;
από των εκλογών μέχρι σήμερον εμεσολάβησαν δυό έτη с момента выборов до сегодняшнего дня прошло два года;4) происходить, случаться; вклиниваться, вторгаться (о событиях и т. п.); επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη της οικονομίας γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος развитие экономики замедлилось из-за войны; από τότε μεσολάβησαν πολλά ενδιαφέροντα с тех пор произошло много интересного;αν δεν μεσολαβήσει τίποτε — если ничего не произойдёт
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σούνδης, Νησιά της- — (Ντάνγκαλαν Σούντα, ινδονησιακά, Soenda Ellanden ολλανδικά). Νησιά των Νησιωτικών Ινδιών που, βρίσκονται μεταξύ Ινδικού ωκεανού στα Δ και στα Ν, Νότιας Κινεζικής θάλασσας στα Β, θάλασσας Aραφούρα στα ΝΑ και θαλλασσών Σούλου, Κελέβης, Μολούκων και … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek